Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το Κρεμλίνο

См. также в других словарях:

  • Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Μόσχα — (ρωσ. Moskva). Πόλη (8.305.000 το 2000) και πρωτεύουσα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καθώς και της ομώνυμης επαρχίας (47.000 τ. χλμ.). Βρίσκεται χτισμένη σε μια λοφώδη περιοχή, σχεδόν στο γεωγραφικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, στις όχθες του ποταμού …   Dictionary of Greek

  • θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν …   Dictionary of Greek

  • Αναστασία — I Όνομα αγίων γυναικών τηςΑνατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. 1. Α. (και βασίλισσα). Ρωμαία ευγενής, η οποία μαζί με τη βασίλισσα επί Νέρωνα βοήθησε τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο στο έργο τους στη Ρώμη. Μετά τον θάνατο των… …   Dictionary of Greek

  • Καζάν — (Kazan).Πόλη (1.101.000 κάτ. το 2000) της Ρωσίας, πρωτεύουσα της αυτόνομης δημοκρατίας της Ταταρίας. Είναι χτισμένη σε μία από τις δύο κύριες διακλαδώσεις της τεράστιας τεχνητής λίμνης Κουιμπίσεφ, η οποία έχει σχηματιστεί με την κατασκευή… …   Dictionary of Greek

  • Νόβγκοροντ — (Novgorod). Πόλη (227.000 κάτ. το 2003) της Ρωσίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (55. 300 τ. χλμ., 698.000 κάτ. το 2003)· Εκτείνεται στο δυτικό τμήμα της Ρωσίας, κοντά στον ποταμό Βολχόφ, σε υψόμετρο 52 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας.… …   Dictionary of Greek

  • Ολίβιε, Λόρενς — (Laurence Olivier, Ντόρκινγκ, Λονδίνο 1907 – 1989). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Τελείωσε τις σπουδές του στην Οξφόρδη και το 1926 πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο Repertory Theatre του Μπίρμιγχαμ. Η …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»